- ανακατοικίζω
- (αόρ. ανακατώκισα) μετ.1) возвратить на старое место (изгнанных, беженцев и т. п.); 2) вновь заселять (разрушенные города и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακατοικίζω — 1. εγκαθιστώ εκ νέου στον ίδιο τόπο κατοίκους που εκδιώχθηκαν ή έφυγαν από εκεί 2. εγκαθιστώ νέους κατοίκους σε ερημωμένο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κατοικίζω] … Dictionary of Greek